- τραβηξιά
- η1) см. τράβηγμα; 2) всасывание, впитывание, поглощение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τραβηξιά — η 1. έλξη, τράβηγμα: Τραβηξιά του σκοινιού. 2. αναρρόφηση, ρούφηγμα προς τα πάνω: Με το καλαμάκι στο ποτήρι έκανε μια τραβηξιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραβηξιά — η, Ν 1. το τράβηγμα, η κίνηση τού τραβήγματος 2. κάθε εισπνοή καπνού τσιγάρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραβηξ τού αορ. τράβηξα τού τραβώ + κατάλ. ιά (πρβλ. κλεψιά)] … Dictionary of Greek
τράβηγμα — το, ατος 1. έλξη, τραβηξιά: Τράβηγμα του σκοινιού. 2. άντληση υγρού: Τράβηγμα νερού απ το πηγάδι. 3. εκτύπωση κάθε αντίτυπου στην τυπογραφία. 4. έκδοση συναλλαγματικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)